- πολυλαλώ
- -άω, Νλέω πολλά, είμαι πολυλογάς, είμαι φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + λαλώ (πρβλ. πολυ-μιλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυλάλῳ — πολύλαλος talkative masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek